Γκαμπριέλ Μπατιστούτα: Ο απόλυτος στράικερ

26/04/2020 | Νεκτάριος Δαργάκης

«Σάρωσε» ο Γκαμπριέλ Μπατιστούτα στη δημοσκόπηση που κάναμε στη σελίδα του Jogo Bonito. Το 76% όσων ψήφισαν ανάμεσα στον ίδιο και τον άλλο μεγάλο σέντερ φορ, τον Άλαν Σίρερ, θα ξεκινούσαν με αυτόν την ενδεκάδα τους.

Ξέραμε ότι ο «Μπατιγκόλ» έχει ρεύμα, αλλά με τέτοιο ποσοστό έπαιρνε την… κυβέρνηση και έφευγε. Κι όχι απέναντι σε όποιον κι όποιον, αλλά απέναντι στον νούμερο 1 σκόρερ της Πρέμιερ Λιγκ διαχρονικά.

Από μηνύματα που πήραμε ή από σχόλια που έκαναν φίλοι της σελίδας, αποδεικνύεται ότι και νεότεροι που δεν έχουν δει τον Αργεντινό φορ να παίζει (έχουν όμως παρακολουθήσει στιγμιότυπα του στο ίντερνετ) πραγματικά τον θαυμάζουν τόσο για τις «φονικές» ικανότητες του μπροστά στο τέρμα, αλλά και για τον χαρακτήρα και το ιδιαίτερο στιλ του.

Ας δούμε πως εξελίχθηκε η καριέρα ενός από τους καλύτερους στράικερ της δεκαετίας του ’90 και των αρχών του ’00 κατά τη διάρκεια των χρόνων.

Τα πρώτα χρόνια

Ο Γκαμπριέλ Μπατιστούτα γεννήθηκε την 1η Φεβρουαρίου του 1969 στην Αβεγιανέδα του Σάντα Φε, ενώ μεγάλωσε στην κοντινή πόλη Ρεκονκίστα.

Όταν ήταν μικρός προτιμούσε λόγω ύψους το μπάσκετ, αλλά μετά την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου από την Αργεντινή το 1978 «ερωτεύτηκε» το ποδόσφαιρο, όπως έκαναν και χιλιάδες άλλα παιδιά στη χώρα.

Πρώτη του ομάδα ήταν η Πλατένσε όταν εντάχθηκε στο παιδικό της τμήμα. Νωρίτερα έπαιζε σε αλάνες με την Γκρούπο Αλεγρία Κλουμπ μαζί με τους φίλους του.

Χάρη στις εμφανίσεις του επιλέχθηκε για την ομάδα της Ρεκονκίστα που αντιμετώπισε για το επαρχιακό πρωτάθλημα τη Νιούελς Ολντ Μπόις, την κέρδισε και το κατέκτησε πανηγυρικά.

Τα δύο γκολ που πέτυχε ο Μπατιστούτα χτύπησαν «καμπανάκι» στον προπονητή -τότε- της Νιούελς, Μαρσέλο Μπιέλσα που τον πήρε στην ομάδα του.

Το 1988 ο «Μπατιγκόλ» υπέγραψε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο.

Ο Μπιέλσα βοήθησε τον μικρό Γκαμπριέλ να ωριμάσει ως άνθρωπος και ως ποδοσφαιριστής αφού στην αρχή της θητείας του στην Νιούελς αντιμετώπισε πρόβλημα προσαρμογής. Του έλειπε η κοπέλα του και μετέπειτα γυναίκα του, Ιρίνα, ενώ είχε θέμα με το βάρος του.

Όταν προσαρμόστηκε, έδειξε τα πρώτα στοιχεία από αυτό που θαυμάσαμε στη συνέχεια. Το καλοκαίρι του 1989, η Ρίβερ Πλέιτ τον απέκτησε από τη Νιούελς. Αν και τα πήγε καλά στην αρχή, δεν κατάφερε να σταθεροποιηθεί στους «εκατομμυριούχους». Ο Ντανιέλ Πασαρέλα τον έβαλε στην άκρη, αν και ο Μπατιστούτα έχει δηλώσει ότι δεν υπήρξε τότε κάποια κόντρα μεταξύ τους.

Ο «Μπατιγκόλ» θα έλαμπε στην αιώνια αντίπαλο της Ρίβερ. Το καλοκαίρι του 1990 φόρεσε τη φανέλα της Μπόκα Τζούνιορς. Σε 42 συμμετοχές σημείωσε 19 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις.

Η Φιορεντίνα ενδιαφέρθηκε για τον ανερχόμενο στράικερ. Τον παρακολούθησε στο Κόπα Αμέρικα του 1991 όπου ο Αργεντινός επιθετικός με 6 γκολ βγήκε πρώτος σκόρερ στο τουρνουά που κατέκτησε η χώρα του. Οι «βιόλα» δεν άφησαν την ευκαιρία να πάει χαμένη και έπιασαν το… λαχείο.

Θεός στη Φλωρεντία

O Μπατιστούτα ταίριαξε με τη Φιορεντίνα και η Φλωρεντία του έδωσε πίσω όλη την αγάπη που μπορεί να φανταστεί κανείς. Πώς θα μπορούσε να κάνει αλλιώς με αυτά που έβλεπε μέσα στο γήπεδο.

Ο «Μπατιγκόλ» ήταν ο καλύτερος σέντερ φορ στα χρόνια του στη Φιορεντίνα από το 1991 μέχρι το 2000. Μόνο με το «Φαινόμενο» Ρονάλντο συγκρίνεται όσον αφορά την καταλυτική παρουσία του στο γήπεδο για την ομάδα του.

Την πρώτη του σεζόν πέτυχε 13 γκολ, ενώ τη δεύτερη σημείωσε 16, αλλά οι «βιόλα» υποβιβάστηκαν. Το καλοκαίρι του 1993 ο Μπατιστούτα πανηγύρισε το δεύτερο Κόπα Αμέρικα με την Αργεντινή. Πέτυχε τρία γκολ στη διοργάνωση, ήταν δεύτερος σκόρερ (μαζί με άλλους 4) πίσω από τον Βενεζουελάνο Χοσέ Λουίς Ντολγέτα, αλλά τα δύο του τέρματα ήταν στον τελικό.

Η «αλμπισελέστε» νίκησε 2-1 το Μεξικό και σήκωσε το δεύτερο συνεχόμενο τρόπαιό της. Από τότε δεν τα έχει καταφέρει ξανά…

Η Φιορεντίνα χρειάστηκε μόλις μία σεζόν για να επανέλθει στη Serie A χάρη σε 16 γκολ του Αργεντινού επιθετικού. Στο Μουντιάλ του ’94 στις ΗΠΑ, ο Μπατιστούτα πέτυχε 4 γκολ σε ισάριθμα ματς, αλλά η τιμωρία του Ντιέγκο Μαραντόνα για ντόπινγκ απορρύθμισε την ομάδα. Τα τρία από τα γκολ του τα πέτυχε απέναντι στην Ελλάδα, στο αλησμόνητο 4-0 υπέρ της «αλμπισελέστε».

Τη σεζόν 1994/95 ο Μπατιστούτα ήταν πραγματικός killer στη Serie A, πέτυχε 26 γκολ σε 32 αγώνες και βγήκε πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα.

Μάλιστα, σκόραρε σε έντεκα συνεχόμενα ματς της σεζόν (τις 11 πρώτες αγωνιστικές, για την ακρίβεια), ένα κατόρθωμα που έχουν ισοφαρίσει μόνο ο Φάμπιο Κουαλιαρέλα το 2018/19 και ο Κριστιάνο Ρονάλντο τη φετινή σεζόν που έχει διακοπεί λόγω του κορονοϊού.

Την επόμενη σεζόν με τη Φιορεντίνα να βγαίνει τέταρτη χάρη και σε ένα σερί 15 αήττητων παιχνιδιών, ο «Μπατιγκόλ» έφτασε τα 19 γκολ στο πρωτάθλημα.

Η μεγάλη επιτυχία ήρθε όμως στο Κύπελλο Ιταλίας αφού στους διπλούς τελικούς απέναντι στην Αταλάντα ο σπουδαίος στράικερ σκόραρε και στους δύο. Οι «βιόλα» σήκωσαν το τρόπαιο, ενώ στη συνέχεια κέρδισαν και τη Μίλαν για το Σουπερκόπα Ιταλιάνα του 1996 με 2-1 χάρη σε δύο γκολ του αγαπημένου της κερκίδας Γκαμπριέλ.

Την επόμενη σεζόν (1996/97) δεν ήταν το ίδιο αποτελεσματικός στο πρωτάθλημα, σημείωσε 12 γκολ, η χαμηλότερη συγκομιδή του με τη Φιορεντίνα και έτσι η ομάδα κατετάγη 9η. Έφτασε όμως μέχρι τα ημιτελικά του Κυπέλλου Κυπελλούχων, όπου αποκλείστηκε από τη μετέπειτα νικήτρια Μπαρτσελόνα. Το γκολ του στο Καμπ Νου μπορεί να μην έδωσε την πρόκριση στην ομάδα του, αλλά είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά της καριέρας του.

Τις επόμενες τρεις σεζόν ο «Μπατιγκόλ» δεν έπεσε από τα 20 γκολ ανά σεζόν. Σκόραρε κατά σειρά 21, 21 και 23 γκολ με τη Φιορεντίνα να αγωνίζεται είτε στο Κύπελλο UEFA ή στο Champions League και τον εμβληματικό της στράικερ να διαπρέπει στο κορυφαίο επίπεδο.

Στο Μουντιάλ του 1998, μετά που ξεπέρασε τα προβλήματα συνεννόησης και συνύπαρξης με τον Ντανιέλ Πασαρέλα, έγινε ο πρώτος που σημείωσε χατ-τρικ σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα.

Μετά από αυτό με την Ελλάδα το ’94, πέτυχε τρία γκολ και στον αγώνα με την Τζαμάικα, αν και πάλι η Αργεντινή δεν προχώρησε στο τουρνουά πέρα από τους «8» αφού αποκλείστηκε από την Ολλανδία. Ο ίδιος πήρε το «Ασημένιο Παπούτσι» αφού σημείωσε 5 γκολ, όσα και ο Κριστιάν Βιέρι, με τον Νταβόρ Σούκερ να είναι πρώτος με 6.

Στα τέλη της δεκαετιάς του ’90, ο «Μπάτι» ήταν από τους καλύτερους παίκτες στον κόσμο. Στην ψηφοφορία της FIFA για τον καλύτερο παίκτη του 1999, ο Μπατιστούτα ήταν δεύτερος πίσω μόνο από τον Ριβάλντο. Στις ψηφοφορίες για την «Χρυσή Μπάλα» ήταν 6ος το 1998, 4ος το 1999 και 7ος το 2000.

Πρωτάθλημα με τη Ρόμα

Πολλές ήταν οι ομάδες που θέλησαν να τον απομακρύνουν από τη Φιορεντίνα όλα αυτά τα χρόνια, αλλά καμία δεν τα είχε καταφέρει. Οι οπαδοί των «βιόλα» ευγνωμονούσαν τον αγαπημένο τους σέντερ φορ και το 1996 του έχτισαν ολόκληρο άγαλμα (στις κανονικές του διαστάσεις) έξω από το γήπεδο. Όμως, η αποτυχία της ομάδας να φτάσει τον τίτλο, έκανε τον Μπατιστούτα να θέλει να δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε μια ομάδα που θα ήταν άμεση διεκδικήτρια.

Έτσι, το 2000 η Ρόμα έδωσε 36 εκατομμύρια ευρώ -ρεκόρ για παίκτη άνω των 30 ετών- για να τον αποκτήσει. Την πρώτη του κιόλας σεζόν στη Ρώμη, ο Μπατιστούτα έκανε το όνειρό του πραγματικότητα. Κατέκτησε το Καμπιονάτο με τους «λύκους», ενώ ο ίδιος πέτυχε 20 γκολ.

Ο Αργεντινός στράικερ πέτυχε σημαντικά γκολ, αλλά ένα πλήγωσε τον ίδιο και την αγαπημένη του ομάδα. Ήταν στις 26 Νοεμβρίου του 2000 όταν πέτυχε το νικητήριο γκολ απέναντι στη Φιορεντίνα. Δεν πανηγύρισε το τέρμα, ενώ οι φίλοι της πρώην ομάδας του τον αποθέωναν σε κάθε στιγμή του αγώνα.

To 2001 στεναχώρησε ξανά την ομάδα του αφού βγήκε νικητής στον τελικό του Σούπερ Κόπα Ιταλιάνα (Ρόμα-Φιορεντίνα 3-0) και πανηγύρισε τον δεύτερο τίτλο του με τους «τζαλορόσι».

Στις επόμενες δύο σεζόν πέτυχε μόλις 6 και 4 γκολ αντίστοιχα, ενώ στο δεύτερο μισό της σεζόν 2002-03 πήγε δανεικός στην Ίντερ (12 συμμετοχές με 2 γκολ).

Στο Μουντιάλ του 2002, όπου η Αργεντινή παρά τις μεγάλες, όπως πάντα προσδοκίες, αποκλείστηκε από τον όμιλο, ο Μπατιστούτα σημείωσε το γκολ της νίκης απέναντι στη Νιγηρία. Τελείωσε τη διεθνή καριέρα του με 54 γκολ σε 78 συμμετοχές, κρατώντας το ρεκόρ του πρώτου σκόρερ της Εθνικής μέχρι να τον περάσει ο Λιονέλ Μέσι το 2016.

Είχε φτάσει πια η ώρα να φύγει από το τοπ επίπεδο. Το καλοκαίρ του 2003 μεταγράφηκε από τη Ρόμα στην Αλ Αραμπί του Κατάρ όπου σημείωσε 25 γκολ στην πρώτη του χρονιά. Έσπασε, μάλιστα, το ρεκόρ του Καταριανού επιθετικού Μανσούρ Μουφτάχ που αποτελεί θρύλο για τη χώρα.

Αγωνίστηκε και την επόμενη σεζόν για τρία παιχνίδια χωρίς να σκοράρει και στη συνέχεια αποσύρθηκε από τα γήπεδα.

Η περιπέτεια με την υγεία του

Δυστυχώς, μετά την απόσυρσή του πέρασε μια περιπέτεια υγείας που συγκλόνισε όλο τον ποδοσφαιρικό κόσμο. Από τους αφόρητους πόνους που είχε στα πόδια εξαιτίας των τραυματισμών κατά τη διάρκεια της καριέρας του, έφτασε στο σημείο να ζητήσει από τους γιατρούς να του τα κόψουν!

Τελικά, κατάφερε να ξεπεράσει το πρόβλημά του και το μόνο που έχει μείνει είναι ένα μικρό θέμα με το βάδισμά του. Μάλιστα, έχει αγωνιστεί και σε αγώνες βετεράνων καταφέρνοντας να σκοράρει με τον κλασικό του τρόπο: με σουτ-οβίδα.

Μετά το ποδόσφαιρο

Μετά την ποδοσφαιρική του καριέρα, ο Αργεντινός δούλεψε μια σεζόν ως τεχνικός διευθυντής στην Κολόν (2012/13), βρίσκεται καλεσμένος σε εκπομπές, ασχολείται με την κατασκευαστική του εταιρία και παίζει πόλο και γκολφ στον ελεύθερο χρόνο του.

Το 2014 μπήκε στο Hall of Fame της Φιορεντίνα σε μια βραδιά όπου ήταν φανερά συγκινημένος μαζί με την αγαπημένη του Ιρίνα και τα τέσσερα παιδιά τους.

«Από την πρώτη στιγμή που ήρθα στη Φιορεντίνα ήθελα να βρω μία θέση στην ιστορία του συλόγου και τώρα μπορώ να πω ότι το πέτυχα», δήλωσε ο «Μπατιγκόλ» ευτυχισμένος.

Για έναν παίκτη που έχει πει ότι «δεν απολάμβανε το ποδόσφαιρο» όσο έπαιζε αφού αν έβαζε δύο γκολ, ήθελε και τρίτο, όχι απλώς τα κατάφερε, αλλά έκανε χιλιάδες ανθρώπους, πέρα από τους οπαδούς της Φιορεντίνα, να αγαπήσουν το παιχνίδι…